γλιστρίδα

γλιστρίδα
και γλιστερίδα, η και γλιστρίδι, το (Μ γλιστρία, η) [γλιστρώ]
1. το φυτό ανδράχνη η λαχανηρά, αντράκλα
2. φρ. «έχει φάει γλιστρίδα» — φλυαρεί ακατάσχετα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γλιστρίδα — η 1. το φυτό αδράχνη η λαχανερή, η αντράκλα, τα φύλλα του οποίου τρώγονται ως σαλατικό. 2. φρ., «Έφαγα γλιστρίδα», μιλώ ασταμάτητα, φλυαρώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντράκλα — κ. αντράχλα κ. ανδράκλα, η κοινή ονομασία του φυτού πορτουλάκη ή λαχανηρά ή ολισθηρίς, αλλιώς κ. γλιστρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ανδράχλη < ανδράχνη, με ανομοίωση ή από συμφυρμό των αρχ. ουσ. ανδράχνη και ανδράχλη. Η ετυμολογία του αρχ. τύπου… …   Dictionary of Greek

  • γλιστρία — γλιστρία, η (Μ) βλ. γλιστρίδα …   Dictionary of Greek

  • γλιστρίδι — το βλ. γλιστρίδα …   Dictionary of Greek

  • γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… …   Dictionary of Greek

  • πορτουλάκα — και πάλ. τ. πορτουλάκη, η, Ν (βοτ) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας πορτουλακίδες 2. φρ. «πορτουλάκη η λαχανηρά» λόγια ονομασία τού είδους Portulaca oleracea, που απαντά αυτοφυές ή καλλιεργούμενο στην Ελλάδα και είναι γνωστό …   Dictionary of Greek

  • αντράκλα — η η γλιστρίδα, φυτό που τρώγεται ωμό (σαλάτα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”